- αποβλάστημα
- το (Α ἀποβλάστημα)νεοελλ.1. πληθ. τα αποβλαστήματα (κατά τη θεωρία του Δαρβίνου) είναι αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ' αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά κύτταρα2. κύτταρα που συσσωματώνονται για να προφυλάσσονται τα σφουγγάρια απο δυσμενείς καιρικές συνθήκεςαρχ.1. βλαστάρι, βλαστός2. γόνος, τέκνο.
Dictionary of Greek. 2013.